πετσάς

πετσάς
ο, Ν [πετσί]
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα ζώων, βυρσοδέψης
2. αυτός που πουλάει δέρματα ζώων
3. ο οικόσιτος χοίρος, τού οποίου αξιοποιούν και το δέρμα εκτός από το κρέας και το λίπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετσάδικο — το, Ν κατάστημα ή χώρος όπου πωλούνται δέρματα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετσαδ τού πληθ. τού πετσάς + κατάλ. ικο (πρβλ. βενζινάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • Ορλάνδος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Κρανίδι, που είχε εγκατασταθεί στις Σπέτσες από τον 18o αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι. 1. Ιωάννης. Πλοιοκτήτης, αγωνιστής και πολιτικός. Είχε τεράστια περιουσία και διέθεσε τα περισσότερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”